- αδικία
- η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά1. το να πράττει κανείς το άδικο«αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία»«Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία«τόν αδίκησε πολύ στη διανομή, τού 'κανε μεγάλη αδικία»«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»νεοελλ.κατηγορία για ανύπαρκτο αδίκημα.[ΕΤΥΜΟΛ. ἄδικος.ΠΑΡ. νεοελλ. αδικιάρης].
Dictionary of Greek. 2013.